Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

laterna < λείπει η ετυμολογία Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) λάμπω, λαμπτήρ και τα (λατινικά) limpidus, lepor, lepidus, lĕpus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

laterna θηλυκό (λέξη της μετακλασικής και ύστερης ρωμαϊκής εποχής) (& lanterna)

  1. λυχνία, λύχνος, φανάρι
  2. δάδα, πυρσός, δαυλός
  3. λαμπτήρας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • laternarius (=λυχνοφόρος, λαμπτηροφόρος)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική laterna laternae
γενική laternae laternārum
δοτική laternae laternīs
αιτιατική laternam laternās
κλητική laterna laternae
αφαιρετική laternā laternīs
(α' κλίση)

Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

laterna < ιταλική lanterna

  Ουσιαστικό επεξεργασία

laterna (tr)