laterna
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- laterna < → λείπει η ετυμολογία Συγγενές με τα (αρχαία ελληνική) λάμπω, λαμπτήρ και τα (λατινικά) limpidus, lepor, lepidus, lĕpus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlaterna θηλυκό (λέξη της μετακλασικής και ύστερης ρωμαϊκής εποχής) (& lanterna)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- laternarius (=λυχνοφόρος, λαμπτηροφόρος)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laterna | laternae |
γενική | laternae | laternārum |
δοτική | laternae | laternīs |
αιτιατική | laternam | laternās |
κλητική | laterna | laternae |
αφαιρετική | laternā | laternīs |
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlaterna (tr)