hospitium
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hospitium < hospes
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /hosˈpi.ti.um/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhospitium ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- hospes
- hospita
- hospitaculum
- hospitalis
- hospitalitas
- hospitaliter
- hospitator
- hospiticida
- hospitiolum
- hospitivus
- hospitor
- αγγλικά: hospice (en)
- αλβανικά: shtëpi (sq)
- γαλλικά: hospice (fr)
- μεσαιωνική ελληνική: ὁσπίτιν
- ισπανικά: hospicio (es)
- ιταλικά: ospizio (it)
- καταλανικά: hospici (ca)
- πορτογαλικά: hospício (pt)
- ρουμανικά: ospăț (ro), ospiciu (ro)