Ετυμολογία

επεξεργασία
fundo < fund- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fundo fundoj
αιτιατική fundon fundojn

fundo (eo)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. fundo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰew-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική χέω
  2. fundo < fundus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfun.doː/

fundo (la) (fundō1, fūdī, fūsum, fundĕre) (Δεν απαντούν όλοι οι τύποι της μέσης φωνής)

  1. χύνω, χέω
  2. ρίχνω
  3. διασπείρω, διασκορπίζω
  4. υγραίνω, βρέχω

fundo (la) (fundō1, fundāvī, fundātum, fundāre) (Δεν απαντούν όλοι οι τύποι της μέσης φωνής)

  1. θεμελιώνω