marfundo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marfundo | marfundoj |
αιτιατική | marfundon | marfundojn |
marfundo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marfundo | marfundoj |
αιτιατική | marfundon | marfundojn |
marfundo (eo)