artiŝokfundo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- artiŝokfundo < artiŝok(o) + fundo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiŝokfundo | artiŝokfundoj |
αιτιατική | artiŝokfundon | artiŝokfundojn |
artiŝokfundo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- artishokfundo στο H-sistemo
- artisxokfundo στο X-sistemo