artiŝoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiŝoko | artiŝokoj |
αιτιατική | artiŝokon | artiŝokojn |
artiŝoko (eo)
- η αγκινάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artiŝoko | artiŝokoj |
αιτιατική | artiŝokon | artiŝokojn |
artiŝoko (eo)