okulfundo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulfundo | okulfundoj |
αιτιατική | okulfundon | okulfundojn |
okulfundo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okulfundo | okulfundoj |
αιτιατική | okulfundon | okulfundojn |
okulfundo (eo)