Δείτε επίσης: Fjord, fjørð, fjörð, fjǫrð
      ενικός         πληθυντικός  
fjord fjords
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η en.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fjɔːd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /fjɔːrd/ (ΗΠΑ)
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: fjord

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjord (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • fiord (κυρίως στη Νέα Ζηλανδία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. fjord - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • fjord - Cambridge Dictionary online

      ενικός         πληθυντικός  
fjord fjords
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η fr.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fjɔʁd/ & /fjɔʁ/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η nn.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fjuːr/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjord (nn) αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Ενσωματώνεται στα ονόματα των φιόρδ ως -fjorden.

Απόγονοι

επεξεργασία
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η hu.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjord (hu)


Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η sh.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fjôrd/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjȍrd (sh) αρσενικό, фјо̏рд (κυριλλική γραφή)



Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η sk.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjord (sk) αρσενικό


Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η cs.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fjord (cs) αρσενικό