fjord
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fjord | fjords |
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < άμεσο δάνειο από τη νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþu (φιόρδ), *ferþuz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus. (μαρτυρείται από το 1674)[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ ιαπωνικά: フィヨルド (fiyorudo)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (en)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- fiord (κυρίως στη Νέα Ζηλανδία)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- fjord - Cambridge Dictionary online
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fjord | fjords |
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < άμεσο δάνειο από τη νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (fr) αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Απόγονοι επεξεργασία
fjord (γαλλικά)
- ↷ βιετναμικά: phi-oóc
- ↷ νέα ελληνικά: φιόρδ
- ↷ ρουμανικά: fiord
Δανικά (da) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < παλαιά δανική fiorth < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (da)
- το φιόρδ
Νεονορβηγικά (nn) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (nn) αρσενικό
- το φιόρδ
Παράγωγα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Ενσωματώνεται στα ονόματα των φιόρδ ως -fjorden.
Απόγονοι επεξεργασία
fjord (νεονορβηγικά)
- Δείτε παρακάτω.
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < κληρονομημένο από την παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (no) αρσενικό
- το φιόρδ
Παράγωγα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Ενσωματώνεται στα ονόματα των φιόρδ ως -fjorden.
Απόγονοι επεξεργασία
fjord (νορβηγικά)
- ↷ αγγλικά: fjord, fiord
- ↷ γαλλικά: fjord, fiord
- ↷ βιετναμικά: phi-oóc
- ↷ νέα ελληνικά: φιόρδ
- ↷ ρουμανικά: fiord
- ↷ γερμανικά: Fjord
- ↷ γεωργιανά: ფიორდი (piordi)
- ↷ ισπανικά: fiordo
- ↷ ιταλικά: fiordo
- ↷ καταλανικά: fiord
- ↷ ολλανδικά: fjord
- ↷ ουγγρικά: fjord
- ↷ πολωνικά: fiord
- ↷ πορτογαλικά: fiorde
- ↷ ρωσικά: фьорд (fʹord)
- ↷ σερβοκροατικά:
- ↷ σλοβακικά: fjord
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fjɔrt/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : fjord
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (nl) θηλυκό
- το φιόρδ
- το άλογο φιόρδ
Συγγενικά επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Ουγγρικά (hu) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfjord/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : fjord
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (hu)
- το φιόρδ
Σερβοκροατικά (sh) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjȍrd < νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjȍrd (sh) αρσενικό, фјо̏рд (κυριλλική γραφή)
- το φιόρδ
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (sk) αρσενικό
- το φιόρδ
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < κληρονομημένο από την παλαιά σουηδική fiordher < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτονορβηγική *ᚠᛖᚱᚦᚢᛉ < πρωτογερμανική *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (sv)
- το φιόρδ
Συγγενικά επεξεργασία
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fjord (cs) αρσενικό
- το φιόρδ