fiord
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fiord | fiords |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiord (en)
- (κυρίως στη Νέα Ζηλανδία) άλλη μορφή του fjord
Παράγωγα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fiord | fiords |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiord (fr) αρσενικό
- άλλη μορφή του fjord
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiord (ca) αρσενικό
- το φιόρδ
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fiord < προέλευσης από τη νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþu, *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiord (pl) αρσενικό
- το φιόρδ
- το άλογο φιόρδ
Συγγενικά επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fiord < προέλευσης από τη γαλλική fjord
Ουσιαστικό επεξεργασία
fiord (ro) ουδέτερο
- το φιόρδ