ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiord (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords
ΔΦΑ : /fjɔʁd/
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiord (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiord (ca) αρσενικό



Ετυμολογία

επεξεργασία
fiord < προέλευσης από τη γαλλική fjord

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fiord (ro) ουδέτερο