Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiord (en)

Παράγωγα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fiord fiords

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fjɔʁd/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiord (fr) αρσενικό



Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiord (ca) αρσενικό



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fiord < προέλευσης από τη νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr < πρωτογερμανική *ferþu, *ferþuz (φιόρδ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pértus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fjɔrt/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiord (pl) αρσενικό

  1. το φιόρδ
  2. το άλογο φιόρδ
     συνώνυμα: fiording, fiordyng

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fiord < προέλευσης από τη γαλλική fjord

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fiord (ro) ουδέτερο