φιόρδ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιόρδ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fjord [1] < νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιόρδ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φιόρδ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιόρδ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιόρδ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας