φιόρδ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- φιόρδ < (λόγιο δάνειο) γαλλική fjord [1] < νορβηγική fjord < παλαιά νορβηγική fjǫrðr
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φιόρδ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας