custos
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- custos < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcustos αρσενικό ή θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | custos | custodēs |
γενική | custodis | custodum |
δοτική | custodī | custodibus |
αιτιατική | custodem | custodēs |
κλητική | custos | custodēs |
αφαιρετική | custode | custodibus |
Εκφράσεις
επεξεργασία- custos corporis: σωματοφύλακας
- custos portae: θυρωρός
- custos gregis: βοσκός
- custos legum: νομοφύλακας
- custos telorum: φαρέτρα