Ετυμολογία

επεξεργασία
lex < κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lex (la) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lex legēs
γενική legis legum
δοτική legī legibus
αιτιατική legem legēs
κλητική lex legēs
αφαιρετική lege legibus
(γ' κλίση)