ambroseus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ambroseus < αρχαία ελληνική ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /amˈbro.se.us/
Επίθετο
επεξεργασίαambroseus, -a, -um
- άλλη μορφή του ambrosius