Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Lager die Lager
γενική des Lagers der Lager
δοτική dem Lager den Lagern
αιτιατική das Lager die Lager

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlaːɡɐ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Lager (de) ουδέτερο

  1. η αποθήκη
  2. το στρατόπεδο
  3. η κατασκήνωση
  4. το κοίτασμα



Φινλανδικά (fi) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Lager < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Lager θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Lager < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Lager αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Lager < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Lager αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [4]