Lager
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Lager | die | Lager |
γενική | des | Lagers | der | Lager |
δοτική | dem | Lager | den | Lagern |
αιτιατική | das | Lager | die | Lager |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Lager (de) ουδέτερο
- η αποθήκη
- το στρατόπεδο
- η κατασκήνωση
- το κοίτασμα
Φινλανδικά (fi) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Lager < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Lager θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Lager < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Lager αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Lager < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Lager αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [4]