• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Homo

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία


Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Διαγλωσσικοί όροι
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Κλίση
      • 1.2.2 Δείτε επίσης

Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Homo < (λόγιο δάνειο) νεολατινική homo (άνθρωπος)

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Homo αρσενικό

  • ταξινομικός όρος - γένος:  Άνθρωπος, που ανήκει στην οικογένεια Hominidae (Ανθρωπίδες)
    είδη: Homo sapiens
    εξαφανισμένα είδη, όπως: †Homo ergaster, †Homo habilis

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική homo hominēs
γενική hominis hominum
δοτική hominī hominibus
αιτιατική hominem hominēs
κλητική homo hominēs
αφαιρετική homine hominibus
(γ' κλίση)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Homo στο species.wikimedia.org  
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Homo&oldid=5018800"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Μαΐου 2021, στις 21:28
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Μαΐου 2021, στις 21:28.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie