↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -ώνης οἱ -ῶναι
      γενική τοῦ -ώνου τῶν -ωνῶν
      δοτική τῷ -ών τοῖς -ώναις
    αιτιατική τὸν -ώνην τοὺς -ώνᾱς
     κλητική ! -ῶν -ῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ών
γεν-δοτ τοῖν  -ώναιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-ώνης < ὠνέομαι / ὠνοῦμαι (αγοράζω, είμαι πελάτης), θέμα ων- + -ης [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-ώνης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λήμματα: εξωνημένος, θεατρώνης, τελώνης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.