↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
-φαωντ, -φαοντ- > -φῶντ
ονομαστική -φῶν οἱ -φῶντες
      γενική τοῦ -φῶντος τῶν -φώντων
      δοτική τῷ -φῶντ τοῖς -φῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν -φῶντ τοὺς -φῶντᾰς
     κλητική ! -φῶν -φῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -φῶντε
γεν-δοτ τοῖν  -φώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φῶν < -φάων, αβέβαιης σημασίας, πιθανόν «λαμπρός» όπως στο φάος / φώς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθημα

επεξεργασία

-φῶν αρσενικό

  • «Ξενοφών» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)