Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'Ξενοφῶν' (αρχαία ελληνικά)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ξενοφάοντ-
ονομαστική Ξενοφῶν οἱ Ξενοφῶντες
      γενική τοῦ Ξενοφῶντος τῶν Ξενοφώντων
      δοτική τῷ Ξενοφῶντ τοῖς Ξενοφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ξενοφῶντ τοὺς Ξενοφῶντᾰς
     κλητική ! Ξενοφῶν Ξενοφῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ξενοφῶντε
γεν-δοτ τοῖν  Ξενοφώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - τριτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά οδοντικόληκτα με ντ σε -άωντ > -ῶν, γενική -άοντος > -ῶντος

Ξενοφῶν, τοῦ Ξενοφῶντος, οἱ Ξενοφῶντες, τῶν Ξενοφώντων


Περισσότερα στο Παράρτημα

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'Ξενοφών'}}