Ἡλιοφῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ἡλιοφφαωντ-, Ἡλιοφαοντ- > Ἡλιοφῶντ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Ἡλιοφῶν | οἱ | Ἡλιοφῶντες | ||||
γενική | τοῦ | Ἡλιοφῶντος | τῶν | Ἡλιοφώντων | ||||
δοτική | τῷ | Ἡλιοφῶντῐ | τοῖς | Ἡλιοφῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἡλιοφῶντᾰ | τοὺς | Ἡλιοφῶντᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Ἡλιοφῶν | Ἡλιοφῶντες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἡλιοφῶντε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἡλιοφώντοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἩλιοφῶν αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἡλιοφῶν - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012