ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἡλιοφφαωντ-, Ἡλιοφαοντ- > Ἡλιοφῶντ-
ονομαστική Ἡλιοφῶν οἱ Ἡλιοφῶντες
      γενική τοῦ Ἡλιοφῶντος τῶν Ἡλιοφώντων
      δοτική τῷ Ἡλιοφῶντ τοῖς Ἡλιοφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἡλιοφῶντ τοὺς Ἡλιοφῶντᾰς
     κλητική ! Ἡλιοφῶν Ἡλιοφῶντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡλιοφῶντε
γεν-δοτ τοῖν  Ἡλιοφώντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ξενοφῶν' όπως «Ξενοφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἡλιοφῶν < ἡλιο- + -φῶν

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἡλιοφῶν αρσενικό