-ούλιακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ούλιακας | οι | -ούλιακες |
γενική | του | -ούλιακα | των | -ούλιακων |
αιτιατική | τον | -ούλιακα | τους | -ούλιακες |
κλητική | -ούλιακα | -ούλιακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈu.ʎa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ού‐λια‐κας
Επίθημα
επεξεργασία-ούλιακας
- (μειωτικό) επίθημα στην κατάληξη λέξεων κυρίως μειωτικών, υβριστικών ή αργκό, ώστε να μεγεθύνει και να επιτείνει ακόμα περισσότερο την αρνητική έννοιά τους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ούλιακας" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Όροι που λήγουν σε ούλιακας — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- -ούλιακας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)