-κηπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -κηπος | οι | -κηποι |
γενική | του | -κηπου | των | -κηπων |
αιτιατική | τον | -κηπο | τους | -κηπους |
κλητική | -κηπε | -κηποι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -κηπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κηπος < αρχαία ελληνική κῆπος[1]
Επίθημα
επεξεργασία-κηπος αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε κήπο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-κηπος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -κηπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)