ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ῥωμύλος οἱ Ῥωμύλοι
      γενική τοῦ Ῥωμύλου τῶν Ῥωμύλων
      δοτική τῷ Ῥωμύλ τοῖς Ῥωμύλοις
    αιτιατική τὸν Ῥωμύλον τοὺς Ῥωμύλους
     κλητική ! Ῥωμύλε Ῥωμύλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ῥωμύλω
γεν-δοτ τοῖν  Ῥωμύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ῥωμύλος (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική Romulus

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ῥωμύλος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία