Ῥίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ῥίον | ||
γενική | τοῦ | Ῥίου | ||
δοτική | τῷ | Ῥίῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Ῥίον | ||
κλητική ὦ! | Ῥίον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ῥίον < ῥίον < προελληνική Ο Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. το θεωρεί προελληνικό, αν και πιστεύει πως η ετυμολογία του δεν είναι βέβαιη. Θεωρεί πως αν είχε το ϝ μπροστά θα μπορούσε να έχει σχέση με την θρακική λέξη βρία: πόλη[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῬίον ουδέτερο
- παραθαλάσσια πόλη της Πελοποννήσου, το Ρίο
Συγγενικά
επεξεργασία- ῥίον
- μυκηναϊκή διάλεκτος: 𐀪𐀍 (ri-jo: ακρωτήριο)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- Ῥίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.