βρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βρίᾱ | αἱ | βρίαι |
γενική | τῆς | βρίᾱς | τῶν | βριῶν |
δοτική | τῇ | βρίᾳ | ταῖς | βρίαις |
αιτιατική | τὴν | βρίᾱν | τὰς | βρίᾱς |
κλητική ὦ! | βρίᾱ | βρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Σημειώσεις
επεξεργασία- ↑ βρία & ῥίον - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.