γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥακτός ῥακτή τὸ ῥακτόν
      γενική τοῦ ῥακτοῦ τῆς ῥακτῆς τοῦ ῥακτοῦ
      δοτική τῷ ῥακτ τῇ ῥακτ τῷ ῥακτ
    αιτιατική τὸν ῥακτόν τὴν ῥακτήν τὸ ῥακτόν
     κλητική ! ῥακτέ ῥακτή ῥακτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥακτοί αἱ ῥακταί τὰ ῥακτᾰ́
      γενική τῶν ῥακτῶν τῶν ῥακτῶν τῶν ῥακτῶν
      δοτική τοῖς ῥακτοῖς ταῖς ῥακταῖς τοῖς ῥακτοῖς
    αιτιατική τοὺς ῥακτούς τὰς ῥακτᾱ́ς τὰ ῥακτᾰ́
     κλητική ! ῥακτοί ῥακταί ῥακτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥακτώ τὼ ῥακτᾱ́ τὼ ῥακτώ
      γεν-δοτ τοῖν ῥακτοῖν τοῖν ῥακταῖν τοῖν ῥακτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥακτός < ῥάσσω (από το θέμα του ῥαγ)

  Επίθετο

επεξεργασία

ῥακτός

  1. σπασμένος
  2. τραχύς, πετρώδης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥακτός

→ δείτε τη λέξη ῥακτοί