ῥακτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥακτός | ἡ | ῥακτή | τὸ | ῥακτόν |
γενική | τοῦ | ῥακτοῦ | τῆς | ῥακτῆς | τοῦ | ῥακτοῦ |
δοτική | τῷ | ῥακτῷ | τῇ | ῥακτῇ | τῷ | ῥακτῷ |
αιτιατική | τὸν | ῥακτόν | τὴν | ῥακτήν | τὸ | ῥακτόν |
κλητική ὦ! | ῥακτέ | ῥακτή | ῥακτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ῥακτοί | αἱ | ῥακταί | τὰ | ῥακτᾰ́ |
γενική | τῶν | ῥακτῶν | τῶν | ῥακτῶν | τῶν | ῥακτῶν |
δοτική | τοῖς | ῥακτοῖς | ταῖς | ῥακταῖς | τοῖς | ῥακτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ῥακτούς | τὰς | ῥακτᾱ́ς | τὰ | ῥακτᾰ́ |
κλητική ὦ! | ῥακτοί | ῥακταί | ῥακτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥακτώ | τὼ | ῥακτᾱ́ | τὼ | ῥακτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ῥακτοῖν | τοῖν | ῥακταῖν | τοῖν | ῥακτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥακτός < ῥάσσω (από το θέμα του ῥαγ)
Επίθετο
επεξεργασίαῥακτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥακτός
- το φαράγγι
→ δείτε τη λέξη ῥακτοί