Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥαθυμῶν ῥαθυμοῦσ τὸ ῥαθυμοῦν
      γενική τοῦ ῥαθυμοῦντος τῆς ῥαθυμούσης τοῦ ῥαθυμοῦντος
      δοτική τῷ ῥαθυμοῦντ τῇ ῥαθυμούσ τῷ ῥαθυμοῦντ
    αιτιατική τὸν ῥαθυμοῦντ τὴν ῥαθυμοῦσᾰν τὸ ῥαθυμοῦν
     κλητική ! ῥαθυμῶν ῥαθυμοῦσ ῥαθυμοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥαθυμοῦντες αἱ ῥαθυμοῦσαι τὰ ῥαθυμοῦντ
      γενική τῶν ῥαθυμούντων τῶν ῥαθυμουσῶν τῶν ῥαθυμούντων
      δοτική τοῖς ῥαθυμοῦσῐ(ν) ταῖς ῥαθυμούσαις τοῖς ῥαθυμοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ῥαθυμοῦντᾰς τὰς ῥαθυμούσᾱς τὰ ῥαθυμοῦντ
     κλητική ! ῥαθυμοῦντες ῥαθυμοῦσαι ῥαθυμοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥαθυμοῦντε τὼ ῥαθυμούσ τὼ ῥαθυμοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν ῥαθυμούντοιν τοῖν ῥαθυμούσαιν τοῖν ῥαθυμούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ῥαθυμῶν, -οῦσα, -οῦν