ᾍδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ᾱῐδη- | ||||
ονομαστική | ὁ | ᾍδης | ||
γενική | τοῦ | ᾍδου | ||
δοτική | τῷ | ᾍδῃ | ||
αιτιατική | τὸν | ᾍδην | ||
κλητική ὦ! | ᾍδη | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαᾍδης αρσενικό
- ο θεός του κάτω κόσμου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 188
- Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ᾽ Ἀΐδης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 188
- ο κάτω κόσμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 330
- ψυχαὶ δ᾽ Ἄϊδος δὲ κατῆλθον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 330
- τάφος
- θάνατος
- ᾄδης πόντιος (: θάνατος στη θάλασσα, από πνιγμό ή σε ναυμαχία)
- με ουσιαστικά: ο θανατερός, ο φονικός, αυτός που επιφέρει το θάνατο
- ᾄδου μάγειρος (ο μάγειρας του θανάτου, ο φονικός μάγειρας Ευριπίδης, Κύκλωψ, 397) / ξίφη ᾄδου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ᾍδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ᾍδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.