Δείτε επίσης: ΥΣΜΑ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὕσμᾰ τὰ ὕσμᾰτ
      γενική τοῦ ὕσμᾰτος τῶν ὑσμᾰ́των
      δοτική τῷ ὕσμᾰτ τοῖς ὕσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὕσμᾰ τὰ ὕσμᾰτ
     κλητική ! ὕσμᾰ ὕσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕσμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕσμα, -ατος ουδέτερο

  • (μετεωρολογία) βροχή
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 1.3.14, , @scaife.perseus
    ὅσοι μὲν οὖν ἦρος καὶ θέρεος ἀρξαμένου αὐτίκα νοσεῖν ἤρξαντο, οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκον. ἤδη δὲ τοῦ φθινοπώρου καὶ τῶν ὑσμάτων γενομένων θανατώδεες ἦσαν καὶ πλείους ἀπωλλυντο.
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), 1.3.13, p.p.166, @scaife.perseus
    ἐν Θάσῳ πρὸ ἀρκτούρου ὀλίγον καὶ ἐπʼ ἀρκτούρου ὕδατα πολλὰ μεγάλα ἐν βορείοις. περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος νότια ὕσματα ὀλίγα. χειμὼν βόρειος, αὐχμοί, ψύχεα, πνεύματα μεγάλα, χιόνες. περὶ δὲ ἰσημερίην χειμῶνες μέγιστοι. ἔαρ βόρειον, αὐχμοί, ὕσματα ὀλίγα, ψύχεα.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ὕω