Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ὄνθος οἱ/αἱ ὄνθοι
      γενική τοῦ/τῆς ὄνθου τῶν ὄνθων
      δοτική τῷ/τῇ ὄνθ τοῖς/ταῖς ὄνθοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ὄνθον τοὺς/τὰς ὄνθους
     κλητική ! ὄνθε ὄνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄνθω
γεν-δοτ τοῖν  ὄνθοιν
Το θηλυκό απαντά στην ελληνιστική κοινή.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄνθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄνθος αρσενικό ή θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία