ὁλογραφία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὁλογραφίᾱ | αἱ | ὁλογραφίαι |
γενική | τῆς | ὁλογραφίᾱς | τῶν | ὁλογραφιῶν |
δοτική | τῇ | ὁλογραφίᾳ | ταῖς | ὁλογραφίαις |
αιτιατική | τὴν | ὁλογραφίᾱν | τὰς | ὁλογραφίᾱς |
κλητική ὦ! | ὁλογραφίᾱ | ὁλογραφίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁλογραφίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁλογραφίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὁλογραφία < ὁλο- + -γραφία < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὁλογραφία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) διαθήκη που γράφτηκε εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη