ολογραφία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική holographie < αρχαία ελληνική ὅλος + γράφω. ολο- + -γραφία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.lo.ɣɾaˈfi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ολογραφία θηλυκό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ολογραφία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολογραφία