Δείτε επίσης: ορθόδοξος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀρθόδοξος τὸ ὀρθόδοξον
      γενική τοῦ/τῆς ὀρθοδόξου τοῦ ὀρθοδόξου
      δοτική τῷ/τῇ ὀρθοδόξ τῷ ὀρθοδόξ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρθόδοξον τὸ ὀρθόδοξον
     κλητική ! ὀρθόδοξε ὀρθόδοξον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀρθόδοξοι τὰ ὀρθόδοξ
      γενική τῶν ὀρθοδόξων τῶν ὀρθοδόξων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀρθοδόξοις τοῖς ὀρθοδόξοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀρθοδόξους τὰ ὀρθόδοξ
     κλητική ! ὀρθόδοξοι ὀρθόδοξ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀρθοδόξω τὼ ὀρθοδόξω
      γεν-δοτ τοῖν ὀρθοδόξοιν τοῖν ὀρθοδόξοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρθόδοξος < αρχαία ελληνική ὀρθός + δόξα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀρθόδοξος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή)[1] που έχει σωστή γνώμη ή άποψη[1]
  2. (ελληνιστική κοινή , χριστιανισμός) ορθόδοξος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.