ὀρθόδοξος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀρθόδοξος < αρχαία ελληνική ὀρθός + δόξα + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαὀρθόδοξος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή)[1] που έχει σωστή γνώμη ή άποψη[1]
- (ελληνιστική κοινή , χριστιανισμός) ορθόδοξος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
Πηγές
επεξεργασία- ὀρθόδοξος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρθόδοξος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.