↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀπωπή αἱ ὀπωπαί
      γενική τῆς ὀπωπῆς τῶν ὀπωπῶν
      δοτική τῇ ὀπωπ ταῖς ὀπωπαῖς
    αιτιατική τὴν ὀπωπήν τὰς ὀπωπᾱ́ς
     κλητική ! ὀπωπή ὀπωπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπωπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ὀπωπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπωπή < ὄπωπ(α) +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀπωπή, -ῆς θηλυκό, ποιητικός τύπος του ὄψις

  1. όψη, θέα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 97 (96-97)
    μηδέ τί μ᾽ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾽ ἐλεαίρων, | ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.
    Γι᾽ αυτό μη λυπηθείς και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις· | μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω όσα τα ίδια σου τα μάτια αντίκρισαν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 42.218, @scaife.perseus
    οἶα σαοφρονέουσαν ἔχων ἀγέλαστον ὀπωπήν,
  2. (μία από τις αισθήσεις) η όραση
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 512 (511-512)
    ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω, | χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς.
    Αυτός τα πάντα μού προφήτευε όσα στο μέλλον θα συμβούν, | πως θα χαθεί το φως μου από το χέρι κάποιου Οδυσσέα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. ο βολβός του οφθαλμού
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.109, @scaife.perseus
    δρύψε δέ οἱ βλέφαρον, γυμνὴ δʼ ὑπελείπετʼ ὀπωπή.
  4. (ανατομία) οφθαλμός, μάτι