ὀξύγγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀξύγγιον | τὰ | ὀξύγγιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὀξυγγίου | τῶν | ὀξυγγίων | ||||
δοτική | τῷ | ὀξυγγίῳ | τοῖς | ὀξυγγίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὀξύγγιον | τὰ | ὀξύγγιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὀξύγγιον | ὀξύγγιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυγγίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυγγίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀξύγγιον (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική axungia (λίπος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀξύγγιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- χοιρινό λίπος, ξίγκι
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 80.2 @scaife.perseus
- ξηραὶ δὲ λεῖαι σὺν λιβανωτῷ προστεθεῖσαι ἐν ἐρίῳ ῥοῦν γυναικεῖον ἐπέχουσι, καὶ τὰς ἄλλας δὲ αἱμορραγίας σῦν ὄξει στέλλουσι· καεῖσαι δὲ ἀλωπεκίας θεραπεύουσι μετʼ ὄξους ἢ ὀξυμέλιτος καταχριόμεναι, σὺν ὀξυγγίῳ δὲ καταπλασσόμεναι ποδαγρικοὺς ὠφελοῦσιν.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 80.2 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀξύγγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.