ὀνῖτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ὀνῐτῐδ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | ὀνῖτις | αἱ | ὀνίτιδες | ||||
γενική | τῆς | ὀνίτιδος | τῶν | ὀνιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | ὀνίτιδῐ | ταῖς | ὀνίτισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ὀνῖτιν | τὰς | ὀνίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὀνῖτι | ὀνίτιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνίτιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνιτίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀνῖτις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀνῖτις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) ρίγανη (Origanum onites)
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.141.1, @scaife.perseus
- συκῆς φύλλα λεῖα, χαμαίπιτυς καλῶς ποιεῖ, ὀρίγανος ὀνῖτις, πολύκνημον σὺν οἴνῳ, ὄρνιθος καθηψημένης συγχυλωθείσης ζωμός, κρέως λιπαροῦ ὁμοίως·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 8.15.13 @scaife.perseus
- Ὀρίγανος ἡ μὲν Ἡρακλεωτικὴ δραστικωτέρα τῆς ὀνίτιδος, ἀμφοῖν δὲ ἀγρία, ἣν πάνακες Ἡράκλειον, οἱ δὲ κονύλην καλοῦσιν.
- ≈ συνώνυμα: ὀρίγανον, ὀρίγανος
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.141.1, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ὀνῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.