ὀνειρευτής
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀνειρευτής | οἱ | ὀνειρευταί |
γενική | τοῦ | ὀνειρευτοῦ | τῶν | ὀνειρευτῶν |
δοτική | τῷ | ὀνειρευτῇ | τοῖς | ὀνειρευταῖς |
αιτιατική | τὸν | ὀνειρευτήν | τοὺς | ὀνειρευτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ὀνειρευτᾰ́ | ὀνειρευταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνειρευτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειρευταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀνειρευτής < ὀνειρεύομαι < ὄνειρο < αρχαία ελληνική ὄνειρος < ὄναρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀνειρευτής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- νεοελληνικό: ονειρευτής