Δείτε επίσης: Ιτέα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰτέα < αρχαία ελληνική ἰτέα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰτέα θηλυκό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰτέ αἱ ἰτέαι
      γενική τῆς ἰτέᾱς τῶν ἰτεῶν
      δοτική τῇ ἰτέ ταῖς ἰτέαις
    αιτιατική τὴν ἰτέᾱν τὰς ἰτέᾱς
     κλητική ! ἰτέ ἰτέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰτέ
γεν-δοτ τοῖν  ἰτέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰτέα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰτέα θηλυκό

  1. (φυτό) η ιτιά
  2. ασπίδα η με κάλυμμα από γύψο ή δέρμα βοδιού