γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰλυσπώμενος ἰλυσπωμένη τὸ ἰλυσπώμενον
      γενική τοῦ ἰλυσπωμένου τῆς ἰλυσπωμένης τοῦ ἰλυσπωμένου
      δοτική τῷ ἰλυσπωμέν τῇ ἰλυσπωμέν τῷ ἰλυσπωμέν
    αιτιατική τὸν ἰλυσπώμενον τὴν ἰλυσπωμένην τὸ ἰλυσπώμενον
     κλητική ! ἰλυσπώμενε ἰλυσπωμένη ἰλυσπώμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰλυσπώμενοι αἱ ἰλυσπώμεναι τὰ ἰλυσπώμεν
      γενική τῶν ἰλυσπωμένων τῶν ἰλυσπωμένων τῶν ἰλυσπωμένων
      δοτική τοῖς ἰλυσπωμένοις ταῖς ἰλυσπωμέναις τοῖς ἰλυσπωμένοις
    αιτιατική τοὺς ἰλυσπωμένους τὰς ἰλυσπωμένᾱς τὰ ἰλυσπώμεν
     κλητική ! ἰλυσπώμενοι ἰλυσπώμεναι ἰλυσπώμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰλυσπωμένω τὼ ἰλυσπωμέν τὼ ἰλυσπωμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἰλυσπωμένοιν τοῖν ἰλυσπωμέναιν τοῖν ἰλυσπωμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἰλυσπώμενος, -η, -ον

  • μετοχή ενεστώτα μέσης φωνής του συνηρημένου ρήματος ἰλυσπῶμαι του ρήματος ἰλυσπάομαι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 92a @scaife.perseus
    τοῖς δʼ ἀφρονεστάτοις αὐτῶν τούτων καὶ παντάπασιν πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα κατατεινομένοις ὡς οὐδὲν ἔτι ποδῶν χρείας οὔσης, ἄποδα αὐτὰ καὶ ἰλυσπώμενα ἐπὶ γῆς ἐγέννησαν.
    ※  1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Specialibus Legibus (lib. i‑iv), 4.113, @scaife.perseus
    Τῆς δ’ αὐτῆς ἰδέας ἐχόμενος τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἢ ἄποδα ἢ συρμῷ τῆς γαστρὸς ἰλυσπώμενα ἢ τετρασκελῆ καὶ πολύποδα φησὶν εἶναι πρὸς ἐδωδὴν οὐ καθαρά,
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 3.6, 35, @scaife.perseus
    δεινὸς δὲ καὶ ὁ πλοῦτος ἰλυσπώμενος παρὰ τὴν ἔμπειρον ἢ ἄπειρον αὐτοῦ λαβὴν προσφῦναι καὶ δάκνειν, εἰ μή τις αὐτῷ καταμεγαλοφρονῶν ἐπιστημόνως χρῷτο, ἵνα σὺν τῇ ἐπῳδῇ τοῦ λόγου καταξέσηται μὲν τὸ θηρίον, αὐτὸς δὲ ἀπαθὴς μείνῃ.