→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡμιδαής τὸ ἡμιδαές
      γενική τοῦ/τῆς ἡμιδαοῦς τοῦ ἡμιδαοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἡμιδαεῖ τῷ ἡμιδαεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡμιδα τὸ ἡμιδαές
     κλητική ! ἡμιδαές ἡμιδαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡμιδαεῖς τὰ ἡμιδα
      γενική τῶν ἡμιδαῶν τῶν ἡμιδαῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡμιδαέσ(ν) τοῖς ἡμιδαέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡμιδαεῖς τὰ ἡμιδα
     κλητική ! ἡμιδαεῖς ἡμιδα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡμιδαεῖ τὼ ἡμιδαεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἡμιδαοῖν τοῖν ἡμιδαοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡμιδαής < ἡμι- + -δαής (δαίω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡμιδαής, -ής, -ές

  1. μισοκαμένος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 294 (293-294)
    ἐκ νηῶν δ᾽ ἔλασεν, κατὰ δ᾽ ἔσβεσεν αἰθόμενον πῦρ. | ἡμιδαὴς δ᾽ ἄρα νηῦς λίπετ᾽ αὐτόθι·
    Και αφού τους Τρώας έδιωξεν από τες πρύμνες όλους, | σβήνει την φλόγα μένει αυτού μισόκαυτο το πλοίον·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.598, @scaife.perseus
    ἡμιδαὴς Φαέθων πέσεν ἅρματος Ἠελίοιο
  2. μισοκομμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη δαίω