Δείτε επίσης: εγγυημένος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἠγγυημένος ἠγγυημένη τὸ ἠγγυημένον
      γενική τοῦ ἠγγυημένου τῆς ἠγγυημένης τοῦ ἠγγυημένου
      δοτική τῷ ἠγγυημέν τῇ ἠγγυημέν τῷ ἠγγυημέν
    αιτιατική τὸν ἠγγυημένον τὴν ἠγγυημένην τὸ ἠγγυημένον
     κλητική ! ἠγγυημένε ἠγγυημένη ἠγγυημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἠγγυημένοι αἱ ἠγγυημέναι τὰ ἠγγυημέν
      γενική τῶν ἠγγυημένων τῶν ἠγγυημένων τῶν ἠγγυημένων
      δοτική τοῖς ἠγγυημένοις ταῖς ἠγγυημέναις τοῖς ἠγγυημένοις
    αιτιατική τοὺς ἠγγυημένους τὰς ἠγγυημένᾱς τὰ ἠγγυημέν
     κλητική ! ἠγγυημένοι ἠγγυημέναι ἠγγυημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἠγγυημένω τὼ ἠγγυημέν τὼ ἠγγυημένω
      γεν-δοτ τοῖν ἠγγυημένοιν τοῖν ἠγγυημέναιν τοῖν ἠγγυημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἠγγυημένος