→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔξαρνος τὸ ἔξαρνον
      γενική τοῦ/τῆς ἐξάρνου τοῦ ἐξάρνου
      δοτική τῷ/τῇ ἐξάρν τῷ ἐξάρν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔξαρνον τὸ ἔξαρνον
     κλητική ! ἔξαρνε ἔξαρνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔξαρνοι τὰ ἔξαρν
      γενική τῶν ἐξάρνων τῶν ἐξάρνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξάρνοις τοῖς ἐξάρνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξάρνους τὰ ἔξαρν
     κλητική ! ἔξαρνοι ἔξαρν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξάρνω τὼ ἐξάρνω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξάρνοιν τοῖν ἐξάρνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξαρνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔξαρνος, -ος, -ον

  • που αρνείται επίμονα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1230
    νῦν δὲ διὰ τοῦτ᾽ ἔξαρνος εἶναι διανοεῖ;
    Κι αυτό είναι λόγος για ν᾽ αρνηθείς το χρέος σου τώρα;
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 173
    ἵππαρχος δὲ χειροτονηθεὶς λελύμανται τὸ ἱππικὸν ὑμῶν, τοιούτους θεὶς νόμους οὓς πάλιν αὐτὸς ἔξαρνος ἦν μὴ τεθεικέναι.
    Όταν τον εκλέξατε ίππαρχο, διέλυσε το ιππικό σας και θέσπισε τέτοιους νόμους, τους οποίους ο ίδιος πάλι αρνιόταν ότι τους είχε θεσπίσει.
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr