Δείτε επίσης: έκβλητος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔκβλητος τὸ ἔκβλητον
      γενική τοῦ/τῆς ἐκβλήτου τοῦ ἐκβλήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐκβλήτ τῷ ἐκβλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔκβλητον τὸ ἔκβλητον
     κλητική ! ἔκβλητε ἔκβλητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔκβλητοι τὰ ἔκβλητ
      γενική τῶν ἐκβλήτων τῶν ἐκβλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐκβλήτοις τοῖς ἐκβλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐκβλήτους τὰ ἔκβλητ
     κλητική ! ἔκβλητοι ἔκβλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκβλήτω τὼ ἐκβλήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐκβλήτοιν τοῖν ἐκβλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔκβλητος < ἐκβάλλω

  Επίθετο επεξεργασία

ἔκβλητος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία