Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔδικτον, πρώιμη μεσαιωνική < (άμεσο δάνειο) λατινική edictum → δείτε και τη λέξη ἔδικτον (ελληνιστική κοινή), στον Πλούταρχο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔδικτον ουδέτερο (όψιμη ελληνιστική, μεσαιωνικός όρος)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ἔδικτον < λείπει η ετυμολογία

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

ἔδικτον θηλυκό


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔδικτον τὰ ἔδικτ
      γενική τοῦ ἐδίκτου τῶν ἐδίκτων
      δοτική τῷ ἐδίκτ τοῖς ἐδίκτοις
    αιτιατική τὸ ἔδικτον τὰ ἔδικτ
     κλητική ! ἔδικτον ἔδικτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐδίκτω
γεν-δοτ τοῖν  ἐδίκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ἔδικτον < (άμεσο δάνειο) λατινική edictum [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔδικτον ουδέτερο (όψιμη ελληνιστική κοινή & μεσαιωνικός όρος)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἔδικτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. διάταγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
    Δείτε τα παραθέματα στο λεξικό DGE.