ἔδικτον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔδικτον, πρώιμη μεσαιωνική < (άμεσο δάνειο) λατινική edictum → δείτε και τη λέξη ἔδικτον (ελληνιστική κοινή), στον Πλούταρχο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔδικτον ουδέτερο (όψιμη ελληνιστική, μεσαιωνικός όρος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἔδικτον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- ἔδικτον < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαἔδικτον θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔδικτον | τὰ | ἔδικτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐδίκτου | τῶν | ἐδίκτων | ||||
δοτική | τῷ | ἐδίκτῳ | τοῖς | ἐδίκτοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἔδικτον | τὰ | ἔδικτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἔδικτον | ἔδικτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐδίκτω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐδίκτοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ἔδικτον < (άμεσο δάνειο) λατινική edictum [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔδικτον ουδέτερο (όψιμη ελληνιστική κοινή & μεσαιωνικός όρος)
- (νομικός όρος) έδικτο
- ※ καὶ γὰρ τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Ἕλληνες <μὲν> διατάγματα, Ῥωμαῖοι δ' ἔδικτα προσαγορεύουσιν. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Μάρκελλος, 24)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἔδικτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ διάταγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Δείτε τα παραθέματα στο λεξικό DGE.