ἑτεροδοξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑτεροδοξίᾱ | αἱ | ἑτεροδοξίαι |
γενική | τῆς | ἑτεροδοξίᾱς | τῶν | ἑτεροδοξιῶν |
δοτική | τῇ | ἑτεροδοξίᾳ | ταῖς | ἑτεροδοξίαις |
αιτιατική | τὴν | ἑτεροδοξίᾱν | τὰς | ἑτεροδοξίᾱς |
κλητική ὦ! | ἑτεροδοξίᾱ | ἑτεροδοξίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑτεροδοξίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑτεροδοξίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἑτεροδοξία < ἑτερόδοξος < ἕτερος + δόξα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἑτεροδοξία θηλυκό
- διαφορετική γνώμη ή άποψη
- εσφαλμένη γνώμη ή άποψη
- (μεσαιωνική ελληνική) (θρησκεία) αίρεση, το να είναι κανείς αιρετικός