Δείτε επίσης: ετεροδοξία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑτεροδοξί αἱ ἑτεροδοξίαι
      γενική τῆς ἑτεροδοξίᾱς τῶν ἑτεροδοξιῶν
      δοτική τῇ ἑτεροδοξί ταῖς ἑτεροδοξίαις
    αιτιατική τὴν ἑτεροδοξίᾱν τὰς ἑτεροδοξίᾱς
     κλητική ! ἑτεροδοξί ἑτεροδοξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑτεροδοξί
γεν-δοτ τοῖν  ἑτεροδοξίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτεροδοξία < ἑτερόδοξος < ἕτερος + δόξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑτεροδοξία θηλυκό

  1. διαφορετική γνώμη ή άποψη
  2. εσφαλμένη γνώμη ή άποψη
  3. (μεσαιωνική ελληνική) (θρησκεία) αίρεση, το να είναι κανείς αιρετικός

Συνώνυμα επεξεργασία