ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἑξώροφος τὸ ἑξώροφον
      γενική τοῦ/τῆς ἑξωρόφου τοῦ ἑξωρόφου
      δοτική τῷ/τῇ ἑξωρόφ τῷ ἑξωρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἑξώροφον τὸ ἑξώροφον
     κλητική ! ἑξώροφε ἑξώροφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἑξώροφοι τὰ ἑξώροφ
      γενική τῶν ἑξωρόφων τῶν ἑξωρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑξωρόφοις τοῖς ἑξωρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑξωρόφους τὰ ἑξώροφ
     κλητική ! ἑξώροφοι ἑξώροφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑξωρόφω τὼ ἑξωρόφω
      γεν-δοτ τοῖν ἑξωρόφοιν τοῖν ἑξωρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑξώροφος (ελληνιστική κοινή) < ἕξ + ὄροφος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἑξώροφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • εξαώροφος
    ※  1ος κε αιώνας Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ars Rhetorica, 1.3 @scaife.perseus
    ὅσα περὶ κόσμου, οἷον ἱερῶν ἢ τῶν ἐν τούτοις ἀναθημάτων, δημοσίων οἰκοδομημάτων, ἰδιωτικῶν, ὥς που καὶ Ἡρόδοτος πεντώροφα καὶ ἑξώροφα φησὶν εἶναι ἐν Βαβυλῶνι· ἂν ποταμὸς ᾖ μέγας ἢ καθαρὸς ἢ συμβαλλόμενος τοῖς ἐνοικοῦσι τὴν χώραν·