→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἑλικοδρόμος τὸ ἑλικοδρόμον
      γενική τοῦ/τῆς ἑλικοδρόμου τοῦ ἑλικοδρόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἑλικοδρόμ τῷ ἑλικοδρόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἑλικοδρόμον τὸ ἑλικοδρόμον
     κλητική ! ἑλικοδρόμε ἑλικοδρόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἑλικοδρόμοι τὰ ἑλικοδρόμ
      γενική τῶν ἑλικοδρόμων τῶν ἑλικοδρόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑλικοδρόμοις τοῖς ἑλικοδρόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑλικοδρόμους τὰ ἑλικοδρόμ
     κλητική ! ἑλικοδρόμοι ἑλικοδρόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑλικοδρόμω τὼ ἑλικοδρόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἑλικοδρόμοιν τοῖν ἑλικοδρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑλικοδρόμος < ἑλικός + -δρόμος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἑλικοδρόμος, -ος, -ον