ἑλικοδρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἑλικοδρόμος, -ος, -ον
- που τρέχει ελικοειδώς, περιστροφικός, κυκλικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1067 (1066-1067)
- κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς τροχὸς |τόρνωι γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον·
- Ελύγιζε όπως λυγίζει το τόξο ή όπως ο κυρτός τροχός | παίρνει το σχήμα που χάραξε ο τόρνος.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- κυκλοῦτο δ᾽ ὥστε τόξον ἢ κυρτὸς τροχὸς |τόρνωι γραφόμενος περιφορὰν ἑλικοδρόμον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1067 (1066-1067)
Πηγές
επεξεργασία- ἑλικοδρόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑλικοδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.