ἐπιχειροτονία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιχειροτονίᾱ | αἱ | ἐπιχειροτονίαι |
γενική | τῆς | ἐπιχειροτονίᾱς | τῶν | ἐπιχειροτονιῶν |
δοτική | τῇ | ἐπιχειροτονίᾳ | ταῖς | ἐπιχειροτονίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐπιχειροτονίᾱν | τὰς | ἐπιχειροτονίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐπιχειροτονίᾱ | ἐπιχειροτονίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιχειροτονίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιχειροτονίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιχειροτονία < χειροτονέω / χειροτονῶ < χείρ + τείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ἐπιχειροτονία θηλυκό
- ανάταση της χειρός
- (κατ’ επέκταση) ψηφοφορία που αφορούσε την επικύρωση των νόμων
- (κατ’ επέκταση) εκλογή
- (κατ’ επέκταση) ψήφος
Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους 20 - 23
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χειροτονέω, χείρ και τείνω