ἐπιμωμητός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιμωμητός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπιμωμητός, -ή, -όν
- αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 13 (11-13)
- Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ᾽ ἐπὶ γαῖαν | εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας, | ἡ δ᾽ ἐπιμωμητή·
- Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη | είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε, | μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, ἀλλ᾽ ἐπὶ γαῖαν | εἰσὶ δύω· τὴν μέν κεν ἐπαινήσειε νοήσας, | ἡ δ᾽ ἐπιμωμητή·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 13 (11-13)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιμωμητός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιμωμητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.