Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιδεής τὸ ἐπιδεές
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιδεοῦς τοῦ ἐπιδεοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιδεεῖ τῷ ἐπιδεεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιδε τὸ ἐπιδεές
     κλητική ! ἐπιδεές ἐπιδεές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιδεεῖς τὰ ἐπιδε
      γενική τῶν ἐπιδεῶν τῶν ἐπιδεῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιδεέσ(ν) τοῖς ἐπιδεέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιδεεῖς τὰ ἐπιδε
     κλητική ! ἐπιδεεῖς ἐπιδε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιδεεῖ τὼ ἐπιδεεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιδεοῖν τοῖν ἐπιδεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιδεής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιδεής, -ής, -ές, συγκριτικός: ἐπιδεέστερος, υπερθετικός:  ἐπιδεέστατος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία