ἐπιδεής
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπιδεής | τὸ | ἐπιδεές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιδεοῦς | τοῦ | ἐπιδεοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιδεεῖ | τῷ | ἐπιδεεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπιδεῆ | τὸ | ἐπιδεές | ||
κλητική ὦ! | ἐπιδεές | ἐπιδεές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπιδεεῖς | τὰ | ἐπιδεῆ | ||
γενική | τῶν | ἐπιδεῶν | τῶν | ἐπιδεῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιδεέσῐ(ν) | τοῖς | ἐπιδεέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιδεεῖς | τὰ | ἐπιδεῆ | ||
κλητική ὦ! | ἐπιδεεῖς | ἐπιδεῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιδεεῖ | τὼ | ἐπιδεεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιδεοῖν | τοῖν | ἐπιδεοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπιδεής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπιδεής, -ής, -ές, συγκριτικός : ἐπιδεέστερος, υπερθετικός : ἐπιδεέστατος
- ελλιπής, που στερείται κάτι
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἐπιδέω
Πηγές επεξεργασία
- ἐπιδεής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιδεής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.