→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίφατος τὸ ἐπίφατον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιφάτου τοῦ ἐπιφάτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιφάτ τῷ ἐπιφάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίφατον τὸ ἐπίφατον
     κλητική ! ἐπίφατε ἐπίφατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίφατοι τὰ ἐπίφατ
      γενική τῶν ἐπιφάτων τῶν ἐπιφάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιφάτοις τοῖς ἐπιφάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιφάτους τὰ ἐπίφατ
     κλητική ! ἐπίφατοι ἐπίφατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιφάτω τὼ ἐπιφάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιφάτοιν τοῖν ἐπιφάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίφατος < ἐπί- + -φατος (< φημί)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπίφατος, -ος, -ον

  • ἐπίφατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.